- συναπατώ
- -άω, ΜΑεξαπατώ επίσης ή εξαπατώ συγχρόνως.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συναπατῶ — συναπατάω to be deceived along with pres imperat mp 2nd sg συναπατάω to be deceived along with pres subj act 1st sg (attic epic ionic) συναπατάω to be deceived along with pres ind act 1st sg (attic epic ionic) συναπατάω to be deceived along with… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απατώ — (AM ἀπατῶ, άω) 1. εξαπατώ, παραπλανώ, μεταχειρίζομαι δόλο εναντίον κάποιου νεοελλ. 1. διαπράττω μοιχεία («η γυναίκα του τον απατά») 2. (για κόρη) ξεπλανεύω, ξεπαρθενεύω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου 2. (απολ.) είμαι απατηλός, εσφαλμένος 3 … Dictionary of Greek
συναποστερώ — έω, Α 1. συναπατῶ* 2. συνεργώ σε κλοπή («σμικρὰ δεχόμενοι θύματα πολλὰ συναποστεροῡσι χρήματα», Πλάτ.) … Dictionary of Greek